ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Β΄ Τμήμα
Αριθμός 375/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
Β΄ Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα T.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………. για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο του Αναστασία Καρανίσα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ελένη Κατσαρού (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, εναντίον του εκκαλούντος, την από 08/12/2014 και με αριθμ. κατάθ. ………../08-12-2014 αγωγή της, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή.
Επί της ως άνω αγωγής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 09/05/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμ. 241/24-01-2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η ως άνω αγωγή.
΄ΗΔΗ ο εκκαλών, με την από 10/07/2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./10-07-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./10-07-2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 27-11-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλε την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή του κεφάλαια.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τις πληρεξούσιες Δικηγόρους τους, όπως σημειώνεται ανωτέρω, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω και εκάστη ανέπτυξε τις απόψεις του διαδίκου, που εκπροσωπούσε, με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατατέθηκαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 10/07/2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../10-07-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../10-07-2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 27-11-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, κατά της με αριθμ. 241/24-01-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 08/12/2014 και με αριθμ. κατάθ. …/…../08-12-2014 αγωγής της εφεσίβλητης εναντίον του εκκαλούντος, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 09/05/2018, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον ηττηθέντα εν μέρει πρωτοδίκως εναγόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η επίδοση της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα έγινε στις 12/06/2019 (βλ. σχετ. από 12/06/2019 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ………….) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 10/07/2019. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).
Με την από 08/12/2014 αγωγή της η ενάγουσα, κατ’ ορθή εκτίμηση, εξέθετε ότι, κατά τον αναφερόμενο σε αυτήν τόπο και χρόνο, ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος της, κατά το χρόνο, τόπο και υπό τις συνθήκες, που περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή, την αξιόποινη πράξη της απόπειρας βιασμού. Ότι, συνεπεία της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, η οποία προσέβαλε την προσωπικότητά της, έχει υποστεί ηθική βλάβη. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, να διαταχθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση ενός (1) έτους, λόγω της τελεσθείσης σε βάρος της αδικοπραξίας, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 241/24-01-2019 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 09/05/2018, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε αυτήν (αγωγή) αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, την έκανε δεκτή εν μέρει και ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, απέρριψε δε το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, η πρόκληση ζημίας ή, αναλόγως, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 2/2020 ό.π.). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Με το εδ. α` καθιερώνεται η αρχή της απαγόρευσης της μεταβολής, της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015) ή μεταβάλλεται η σειρά των περισσοτέρων βάσεων, που ασκούνται επικουρικώς (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Έτσι, η επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη, εφόσον χωρίς αυτή η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η με τις προτάσεις εξειδίκευση πραγματικών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται ο νομικός χαρακτηρισμός, καθώς και η επίκληση των πραγματικών γεγονότων, που είναι παραγωγικά ενός δικαιώματος. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής υπάρχει όταν η προσθήκη, που γίνεται, αφορά το αντικείμενο της δίκης, την επίδικη έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσθήκη. Η κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ μεταβολή της βάσης της αγωγής ή η ανεπίτρεπτη συμπλήρωση ισχυρισμών, καθιστά απαράδεκτη αυτή (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Δεν συνιστά, όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια αυτή και να προσδίδεται σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται με την αγωγή ότι τελέσθηκε η επίδικη αδικοπραξία και εκδικάστηκε η υπόθεση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, “1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη”, της οποίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 52 παρ.3 του παλαιού Π.Κ., η διάρκεια δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη. Ήδη, μετά την ισχύ του Ν. 4619/2019 και πριν την αντικατάστασή αυτής, κατά τρόπο δυσμενέστερο για τον εναγόμενο, με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4637/2019, για το παραπάνω έγκλημα του βιασμού (άρθρ. 336 παρ.1 Π.Κ.) προβλέπεται ποινή καθείρξεως, της οποίας όμως, σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 2 του νέου Π.Κ., η διάρκεια δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη ούτε είναι κατώτερη των πέντε ετών, δηλαδή η νεότερη διάταξη είναι επιεικέστερη για τον εναγόμενο, ως έχουσα μικρότερο ύψος ανωτάτου ορίου προβλεπομένης ποινής (ΑΠ 686/2020 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του Π.Κ., προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, σε ακούσια εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης και β) ο εξαναγκασμός αυτός να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή και δι` αμφοτέρων. Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και η οποία, επιδρώντας στο σώμα του παθόντος, αναγκάζει αυτόν να υποστεί παρά τη θέλησή του σαρκική μείξη ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη, ενώ απειλή βίας είναι κάθε απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου, που στρέφεται κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος του υφιστάμενου την απειλή βίας και που μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικείμενου κινδύνου κατ’ αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται σαν αστήρικτη ή ακόμη και μη δυνάμενη να δημιουργήσει τις καταστάσεις, που ο απειλούμενος υπέλαβε, κατά το χρόνο της απειλής, αρκεί, ο απειλούμενος, κατά το χρόνο, που υφίσταται την απειλή, να πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Η σπουδαιότητα του κινδύνου κρίνεται με το συνδυασμό αντικειμενικού και υποκειμενικού κριτηρίου. Για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αρκεί και ο ένας τρόπος τελέσεως, χωρίς, όμως, να αποκλείεται η συνύπαρξη και των δύο τρόπων εξαναγκασμού. Για την κατάφαση του εξαναγκασμού, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη το θύμα να αντιστάθηκε ενεργά, αλλά πρέπει η ασελγής πράξη να τελείται παρά την αντίθετη βούλησή του, που την εξωτερικεύει ο δράστης και γίνεται εμφανής στο θύμα με οποιονδήποτε τρόπο και με αυτή την άσκηση εξουδετερώνεται η βούληση του θύματος να αντισταθεί. Έτσι, υπάρχει βιασμός και όταν το θύμα λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη. Κατά μείζονα λόγο δεν απαιτείται η σωματική βία και αντίστοιχα η αντίσταση σε αυτήν να είναι διαρκής, δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης (ΑΠ 1495/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1329/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 873/2014, ΑΠ 669/2014, ΑΠ 1314/2010 Δημ. Νόμος). Υποκειμενικώς, για την πράξη του βιασμού, απαιτείται έστω και ενδεχόμενος δόλος, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των παραπάνω στοιχείων του εγκλήματος αυτού, δηλαδή στη βούληση του δράστη, όπως, με σωματική βία ή απειλή σπουδαίου και άμεσου κίνδυνου ή και με τις δύο μαζί, εξαναγκάσει άλλον σε συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει και τη γνώση ότι το θύμα δεν συναινεί στη συνουσία ή στην ασελγή πράξη (ΑΠ 1495/2017 ό.π., ΑΠ 1329/2015 ό.π., ΑΠ 258/2015, ΑΠ 669/2014, ΑΠ 1314/2010 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 42 παρ. 1 Π.Κ., ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 4619/2019, «όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι, για την ύπαρξη απόπειρας, απαιτείται πράξη, την οποία επιχειρεί ο δράστης με το δόλο της τελέσεως ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως. Ως τέτοια θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η οποία, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο, οδηγεί αναμφισβήτητα στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής. Στο έγκλημα του βιασμού, για να υπάρχει απόπειρα, πρέπει να μην έχει πραγματωθεί ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και αρκεί να έχει γίνει έναρξη της σωματικής βίας ή της απειλής αμέσου και σπουδαίου κινδύνου, με το σκοπό εξαναγκασμού του προσώπου με συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξεως, η οποία, όμως, δεν πραγματώθηκε από άλλα περιστατικά, τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση, κατά την οποία ο παθών ή η παθούσα αντιστάθηκε σθεναρώς (ΑΠ 1495/2017 ό.π., ΑΠ 1329/2015 ό.π., ΑΠ 246/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1314/2010 ό.π., ΑΠ 169/2010 Δημ. Νόμος). Η πράξη πάντως του βιασμού είναι τετελεσμένη όταν επιτευχθεί η συνουσία, αλλά και στην περίπτωση που σκοπήθηκε η συνουσία, αν τελέσθηκαν άλλες πράξεις που αυτοτελώς θεωρούμενες, αποτελούν ασέλγεια, υπάρχει ολοκληρωμένο έγκλημα βιασμού και αν ακόμη δεν συντελέστηκε η ικανοποίηση της ορμής του δράστη (ΑΠ 1495/2017 ό.π., ΑΠ 669/2014). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 337 παρ.1 Π Κ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης στον εναγόμενο αξιόποινης και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους η χρηματική, ποινή”. Το έγκλημα αυτό, που σκοπό έχει την προστασία του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας, μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους ήτοι με ασελγείς χειρονομίες ή με προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις. Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικά μικτό, αφού οι δύο τρόποι τέλεσης μπορούν να εναλλαχθούν στην ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και, σε περίπτωση συνδρομής αμφοτέρων, ένα μόνο έγκλημα πραγματώνεται. Από τη διάταξη δε αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως ψαύσεις ή θωπείες του παθόντος. Οι “προτάσεις” πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως [ΑΠ 930/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1450/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 409/2017]. Ασελγής είναι κάθε γενετήσια πράξη, η οποία προσβάλλει κατά τρόπο βάναυσο, ήτοι κατά τρόπο, που υποδηλώνει ιδιαίτερη απαξία και σοβαρότητα, τη γενετήσια ελευθερία και αξιοπρέπεια του ατόμου. Ως τέτοιες προσβολές πρέπει να θεωρούνται οπωσδήποτε η συνουσία και οι απομιμήσεις της, δηλαδή οι πράξεις, ο οποίες κατά τον τρόπο, που τελούνται, ενέχουν ανάλογη βαρύτητα με αυτήν και προϋποθέτουν οπωσδήποτε επαφή των γεννητικών οργάνων τουλάχιστον του ενός προσώπου με το γυμνό σώμα του άλλου. Ως ασελγής πράξη νοείται όχι μόνο η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες οι πράξεις αναγόμενες στη γενετήσια σφαίρα, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή τη διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη [ΑΠ 930/2020 ό.π., ΑΠ 491/2019, ΑΠ 57/2017, ΑΠ 1329/2015 ό.π.]. Σύμφωνα με τη διάταξη του προϊσχύσαντος Π.Κ., για την ποινική δίωξη της πράξης αυτής απαιτείται έγκληση. Κατά την ταυτάριθμη [337] διάταξη του νέου Π.Κ. [Ν. 4619/2019] ισχύοντος από 1-7-2019, “όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις, που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή του άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση”. Η επιλογή του όρου “γενετήσια” αντί “σεξουαλική” στο νέο Ποινικό Κώδικα προτιμήθηκε, διότι πρόκειται για έννοια, η οποία ορίζει τόσο τη διαδικασία της αναπαραγωγής, όσο και τις σχετικές ή παράλληλες με αυτήν πράξεις, διαθέσεις και ορμές, την ερωτική ζωή των ανθρώπων. Λόγω της γενικότητάς της υιοθετήθηκε στη σύγχρονη επιστημονική και κοινή γλώσσα. Ο όρος “γενετήσια πράξη”, που χρησιμοποιείται στα άρθρα του 19ου κεφαλαίου του νέου Π.Κ. [αντί του όρου ασελγής πράξη] έχει την έννοια, που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Πρόκειται για τη συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας όπως η “παρά φύσιν” συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων. Συνεπώς ως “γενετήσια πράξη” υπό το νέο Ποινικό Κώδικα νοείται, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 336 αυτού η συνουσία, καθώς και άλλες πράξεις με την ίδια, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, βαρύτητα, όπως είναι ενδεικτικά, η “παρά φύσιν” συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία, η αιδιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων [ΑΠ 930/2020 ό.π., βλ.σχετ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019,19° Κεφάλαιο, Εγκλήματα της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, σελ.66], ήτοι πράξεις, που δεν συνιστούν πάντοτε ή δεν προϋποθέτουν διεισδύσεις. Η κρίση ότι πρόκειται περί ενδεικτικής και όχι αποκλειστικής απαρίθμησης των ανωτέρω πράξεων ως “γενετήσιων”, προκύπτει αδιαμφισβήτητα τόσο από την αναφορά στην αιτιολογική έκθεση αυτή καθ’ εαυτή, ότι ο όρος “γενετήσια πράξη” έχει την έννοια, που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη, όσο και από τη φράση “όπως είναι”, που προηγείται της αναφοράς των επί μέρους αυτών πράξεων και η οποία γραμματικά, καταδεικνύει τη μη αποκλειστική απαρίθμησή τους, αλλά την αναφορά τους ως παραδειγμάτων. Ως χειρονομίες δε “γενετήσιου χαρακτήρα” νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες, όμως, προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, όταν δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Τέλος, πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες, οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις [βλ. αιτιολ. έκθεση στο σχέδιο νόμου Κύρωση του Ποινικού Κώδικα]. Από τη σύγκριση των δύο ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 Π.Κ. τελούμενη με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, δεν διαφοροποιήθηκε με το νέο ποινικό κώδικα ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος τελούμενου με τους δύο ως άνω τρόπους (ΑΠ 930/2020 ό.π., πρβλ. ΑΠ 279/20), ο κατηγορούμενος για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας επιβαρύνεται το ίδιο, αφού σε βάρος του απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή, ενώ για την ποινική δίωξη της πράξης απαιτείται και στις δύο περιπτώσεις έγκληση. Ως εκ τούτου εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (ΑΠ 930/2020 ό.π.).
Από τις διατάξεις δε των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος). Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι, ώστε, η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (πρβλ. Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 5734/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το άρθρο 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι, σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μίας δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης και παρηγοριάς, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το Δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ, εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά), κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του A.K. και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, που περιέχονται στον Αστικό Κώδικα. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά στο ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζομένου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο και αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 265/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Προϋπόθεση για την εφαρμογή της Α.Κ. 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης, κατά την Α.Κ. 914, είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη (ΜονΕφΠειρ 450/2020 Δημ.Ιστοσελ ΕφΠειρ, Εφ.Αθ. 15/2019, Εφ.Αθ. 29/2019 Δημ. Νόμος).
Περαιτέρω, με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως……… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας” με το νόμο 4596/2019. Και τούτο ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωματώσεως, συνισταμένης στο ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι “Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος…” και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής προβλέπεται ότι “Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο”, στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)] που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξ αιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών, που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της αποφάσεως σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υποθέσεως, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξεως δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ενώσεως. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ` αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως, που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διατάξεως και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος, που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση, που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη, που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση, που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. Α.Κ.), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ` αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας, όμως, την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. Κ.Πολ.Δικ., 57 Κ.Π.Δ., 197 Κ.Δ.Δ.). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ` αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.). Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου, και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και, κατ` επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος – ενάγοντος, καθ` όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Η συνεπής εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα έπρεπε να οδηγεί στο συμπέρασμα της δεσμεύσεως και του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή όταν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδεται σε πρώτο χρόνο και έπεται η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη, αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αδικοπραξία του εναγομένου, όμως, αυτός κηρύσσεται αθώος της ίδιας αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει, καθ` όσον η τοιαύτη απόφαση (του πολιτικού δικαστηρίου) εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής αποδείξεως, αλλά και κατά το άρθρο 62 Κ.Π.Δ., λαμβανομένου υπόψη ότι η ενότητα της έννομης τάξεως δεν είναι δυνατό να ισχύει μόνον προς τη μία κατεύθυνση, εξαρτώμενη από το τυχαίο γεγονός ότι έχει εκδοθεί πρώτα η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ούτε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία κατά το άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δικ. και συνακόλουθα η έκδοση της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, διότι έτσι η αναστολή αυτή θα κατέληγε να είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, ενώ ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, ενώ επί πλέον το πολιτικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά την παρέλκυση που θα προκαλέσει η αναστολή της δίκης, ώστε να χορηγεί αυτήν με σύνεση. Τούτο, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καθίσταται εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της ποινικής δίκης, διότι είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τον εναγόμενο, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδραμών χρόνος της αναστολής θα καθίσταται εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που, επίσης, δεν συμβαίνει, καθ’ όσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, υπό την εκδοχή αυτή (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα δημιουργούνταν δύο κατηγορίες διαδίκων, τους οποίους τα πολιτικά δικαστήρια θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Στη μία κατηγορία (της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως) το δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την ποινική απόφαση και στη δεύτερη κατηγορία (της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως), τούτο (το δικαστήριο) θα την εκτιμούσε ελεύθερα, αν και πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση από όμοιο (ποινικό) δικαστήριο. Η μη ύπαρξη, άλλωστε, ενιαίας έννομης τάξεως ενισχύεται περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης. Συγκεκριμένα το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ερμηνεία της αμέλειας, στο ποινικό δίκαιο, για την διάγνωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του “όφειλε”, αλλά και το στοιχείο του “ηδύνατο” (το ατομικό “δύνασθαι” του δράστη), η ερμηνεία της αμέλειας στο αστικό δίκαιο [άρθρο 330 Α.Κ., “(……) η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές] διαφέρει. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού “δύνασθαι”, και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο, διότι λ.χ. τα μέτρα ασφαλείας που έλαβε ήταν ανύπαρκτα ή ελλιπή, κρινόμενα με βάση την αντικειμενική αμέλεια και β) από τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής αποφάσεως του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκομίσεως και επικλήσεως των αποδεικτικών μέσων, κατ` άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δικ., θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξ άλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. ορίζει ότι οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και, μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 με το ν. 4596/2019, δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως (άρθρο 104 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δικ.). Εξ άλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δικ., σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ` άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δικ., και να την δεχθεί κατ` ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική δίκη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δικ. και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας, εφόσον ο δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δικ., ακόμη δηλ. και δίχως τη συνδρομή λόγων ανακοπής ερημοδικίας, ότι ο εναγόμενος και αθωωθείς έχει δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά να εισάγει την υπόθεση με την άσκηση εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με μόνη συνέπεια την απώλεια ενός δικαιοδοτικού βαθμού. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, με το σύστημα της νόμιμης και της ηθικής αποδείξεως, αντίστοιχα, με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποιθήσεως του καθενός δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ` εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δεσμεύσεως”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834 που στο άρθρο 12 όριζε: “αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος” ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή, αν η “δέσμευση” αυτή ήθελε νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, ανακύπτει συνταγματικό κώλυμα από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δεσμεύσεως” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δυνάμεως των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δεσμεύσεως απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής προβλέψεως (όπως στο άρθρο 5 Κ.Δ.Δ.), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Αν, τέλος, με την δέσμευση αυτή νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ` ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του Α.Κ. ότι η αξίωση αποζημιώσεως καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εφόσον ήθελε να γίνει δεκτή η “δέσμευση” του πολιτικού δικαστηρίου να οδηγηθεί σε αποδεικτικό πόρισμα “συμβατό με την αθωωτική απόφαση”, και, επομένως, “να αποκλείσει την αστική αδικοπρακτική ευθύνη του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου”, διότι διαφορετικά “η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορουμένου και την αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”, δεν έχει, κατ` αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθ` όσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημιώσεως, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem [Ε.Δ.Δ.Α. … κατά …. της 7.2.2012 (αριθμ. προσφυγής …/2004)]. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως” (βλ. ιδίως Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής …./06), Ε.Δ.Δ.Α. .… κατά …. Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.7.2013 (αριθμ. προσφυγής ……/2009), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 18.10.2016 (αριθμ. προσφυγής …/2007), Ε.Δ.Δ.Α…. … κατά … της 27.11.2018 (αριθμ. προσφυγών …./09 και …./11), Ε.Δ.Δ.Α. …… κατά …… της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …./97), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Γερμανίας της 3.10.2019 (αριθμ. προσφυγής …/2012), Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά ….της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής ……./00). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος (Ε.Δ.Δ.Α. …… κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …./00) και αποδίδει στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία, ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους, που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλητεύσεως), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται, με συνέπεια και στην περίπτωση αυτή να αποδίδεται στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. (Ε.Δ.Δ.Α. … κατά …….της 27.9.2007 (αριθμ. προσφυγής ….4), Ε.Δ.Δ.Α. ……. κατά …… της 25.9.2008 (αριθμ. προσφυγής ……./), Ε.Δ.Δ.Α. ……. κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής ……/), Ε.Δ.Δ.Α. …… κατά … της 27.9.2011 (αριθμ. προσφυγής …./), Ε.Δ.Δ.Α. …… κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά ……., Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά …..). Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις, που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι` αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (ως άνω Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά ……….). Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας (ΟλΑΠ 4/2020 Δημ. Νόμος).
Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 1396/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιορισθεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών, που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα, που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 224/2016 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ 539/2019 ό.π.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 ΚΠολΔ, συνάγεται, περαιτέρω, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση, που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (βλ. ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 821/2010, Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 539/2019 Δημ. Νόμος). «Κεφάλαιο» δε θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 2185/2013, ΑΠ 842/2010, ΑΠ 132/2004). Επί αγωγής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298, 299 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, διότι το τελευταίο δεν συνέχεται αναγκαστικώς με τα εν λόγω εκκληθέντα ως άνω κεφάλαια της αποφάσεως. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 504/2018 Δημ. Νόμος). Η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ` αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Επίσης, δεν δημιουργείται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει εσφαλμένη μνεία άλλης νομικής διατάξεως και όχι της εφαρμοστέας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, το εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της έφεσης κατά απόφασης, που έχει προσβληθεί με έφεση, εφαρμόζει το νόμο, που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, με μόνες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις, που ο νέος νόμος με ρητή διάταξη καταλαμβάνει και τις σχέσεις, που έχουν οριστικά κριθεί ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευόμενου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο κρατώντας το ίδιο την υπόθεση, δικάζει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οφείλει, συμμορφούμενο προς τη γενική διάταξη του άρθρου 2 του Α.Κ., να εφαρμόσει το νέο νόμο, αφού αυτός ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικής του απόφασης, που κρίνει την ουσία της υπόθεσης, ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδρομική δύναμη και η εφαρμογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1/2020 ό.π., Ολ ΑΠ 7 και 8/1991).
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της έφεσης προβάλλεται από τον εκκαλούντα η αιτίαση ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 και 216 ΚΠολΔ και αναιτιολόγητα, απέρριψε την ένσταση αοριστίας, η οποία προεβλήθη, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις από 9-5-2018 προτάσεις του, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα, διότι η ενάγουσα – εφεσίβλητη σε ουδεμία αναλυτική περιγραφή των επίδικων πραγματικών περιστατικών προέβη, παρά μόνον παρέθεσε στο δικόγραφο της αγωγής της τις ένορκες καταθέσεις της και αποσπάσματα από την πρωτόδικη ποινική απόφαση του Ναυτοδικείου Πειραιά, ούτε προσδιορίζει επακριβώς την ηθική βλάβη, που υπέστη, τη μορφή και το είδος της, ούτε αναφέρει με σαφήνεια σε τι συνίσταται αυτή και ποια είναι η αιτιώδης συνάφεια, ο ειδικός σύνδεσμος ανάμεσα στο παράνομο της συμπεριφοράς του και τις επιζήμιες επιπτώσεις της, επικαλούμενη αορίστως ότι αναγκάστηκε δήθεν να παρακολουθεί ψυχοθεραπευτικά προγράμματα, προκειμένου να είναι λιγότερο επιθετική και να μειώσει τα συναισθήματα μανιοκατάθλιψης, που βίωσε μετά το επίδικο περιστατικό, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ποια ακριβώς είναι τα προγράμματα αυτά και ποια η διάρκειά τους, ότι σε άλλο σημείο της αγωγής της αναφέρει ότι δήθεν επισκεπτόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα κάθε εβδομάδα την Ψυχιατρική Μονάδα του Νοσοκομείου Δρομοκαΐτειο και παρακολουθούσε πρόγραμμα ψυχοθεραπείας, χωρίς πάλι να προσδιορίζει το χρονικό διάστημα αυτό (έναρξη και λήξη αυτού), τη διάρκεια, την αιτία των επισκέψεων και τη γνωμάτευση του ειδικού ιατρού, που την εξέτασε και την παρακολουθούσε για την αιτία καταφυγής της σε αυτόν. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά, που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, ήτοι οι συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε η ένδικη αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου και της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να προβεί στη νομική θεμελίωση της αγωγής και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο εναγόμενος δε να αμυνθεί. Τα λοιπά δε στοιχεία, που επικαλείται ο εναγόμενος δεν καθιστούν αόριστη την αγωγή, διότι πρόκειται περί διευκρινιστικών της αγωγής περιστατικών, τα οποία δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις (βλ. σχετ. ΕφΛαμ 3/2021 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου του δεύτερου λόγου της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), από τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας και τις ποινικές αποφάσεις, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται κατωτέρω (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος, γεννηθείς το έτος …., στη ….Ν. Αττικής, έγγαμος και πατέρας ενός (1) ανήλικου τέκνου, κάτοικος ….. Ν. Αττικής, υπηρετούσε, το Δεκέμβριο του έτους 2009, ως ……..στη ……., που εδρεύει στο …….. Από 30/12/2009 ώρα 09.00 π.μ. έως 31/12/2009 ώρα 09.00 π.μ., όπως συνομολογείται, είχε υπηρεσία βοηθού Αξιωματικού Φυλακής (Α.Φ) στο στρατόπεδο, έχοντας καθήκοντα εφοδίας από ώρα 02:00 π.μ. της 31/12/2009 μέχρι ώρα 06:30 π.μ. της ίδιας ημέρας. Ωστόσο, το βράδυ, ευρισκόμενος στο καρέ αξιωματικών της ……, κατανάλωσε ποσότητα τριών περίπου ποτηριών οινοπνευματώδους ποτού (ουϊσκι) και έλαβε ένα φαρμακευτικό σκεύασμα Lipitor. Εν συνεχεία, ένιωσε αδιαθεσία και εγκαταλείποντας την υπηρεσία του, εξήλθε του στρατοπέδου, επιβιβάστηκε στο με αριθμ. κυκλοφορίας …………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, και αρχικά μετέβη στο Πέραμα, ακολούθως δε, περί ώρα 4.55 π.μ. της ιδίας ημέρας, βρέθηκε στο … Αττικής, στο ύψος της οδού … αριθμ. …. Την ώρα εκείνη η ενάγουσα, ηλικίας 25 ετών, φοιτήτρια, κατά το χρόνο εκείνο, της Γυμναστικής Ακαδημίας Αθηνών και παράλληλα εργαζόμενη σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (εστίασης – καφετέριας) στην πλατεία ….. στον Κορυδαλλό Αττικής, κατά την επιστροφή της στην οικία της, που βρίσκεται επί της οδού … αρ. …. στο …. Αττικής, στάθμευσε το όχημά της σε αδιέξοδη οδό με πλακόστρωτο πλησίον της οικίας και άρχισε να κατευθύνεται προς αυτήν. Κατά τη διάρκεια του βηματισμού της στο πλακόστρωτο της ως άνω αδιέξοδης οδού, με κατεύθυνση προς την οικία της, ο εναγόμενος, οδηγώντας το ως άνω Ι.Χ.Ε αυτοκίνητό του, κινούμενος ομόρροπα προς αυτήν και με αρκετή χαμηλή ταχύτητα, την πλησίασε και άρχισε να υποβάλλει ερωτήσεις προς αυτήν σχετικά με την πλατεία Ελευθερίας και την ως άνω αδιέξοδο οδό. Τότε η ενάγουσα, επειδή θεώρησε επικίνδυνη τη συμπεριφορά του εναγομένου, αφενός μεν λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών, που επικρατούσαν εκείνη την ώρα, καθώς ήταν 4.55 π.μ., νύκτα, ο δρόμος ήταν ερημικός και δεν κυκλοφορούσε άλλος κανείς, αφετέρου δε διότι γνώριζε ότι δεν υπήρχε πλατεία Ελευθερίας στην περιοχή του …., αλλά στον ….. Ν. Αττικής, όπου βρισκόταν η ίδια πριν την επιστροφή της στην οικία της, επιτάχυνε το βήμα της και βρέθηκε έξωθεν της θύρας της οικίας της, επί της οδού … αρ. …… Εκείνη τη στιγμή και μέχρι να ανεύρει τα κλειδιά της εξωτερικής θύρας της οικίας της, ο εναγόμενος αιφνίδια εξήλθε του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου του, αφήνοντας σε λειτουργία τη μηχανή του και ανοιχτή τη θύρα αυτού και πλησίασε αυτήν, απευθύνοντας της τις φράσεις «Άσε με να σου πιάσω το μουνί, άσε με να σου πιάσω τον κώλο». Χρησιμοποιώντας δε τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις την εγκλώβισε στον τοίχο της εξώθυρας της οικίας της και προσπάθησε να έλθει σε συνουσία με αυτήν, πιάνοντας αρχικά με το ένα χέρι του τα γεννητικά της όργανα και με τα άλλο χέρι του γλουτούς της. Ενώ η ενάγουσα προέβαλε σθεναρή αντίσταση και καλούσε σε βοήθεια, ο εναγόμενος δεν την άφηνε να φύγει, παρά τις παρακλήσεις της προς τούτο. Εν συνεχεία, ο εναγόμενος τράβηξε με τα χέρια του με δύναμη το κολάν, που η ενάγουσα φορούσε, με σκοπό να της το αφαιρέσει, σκίζοντάς και το εσώρουχό της, για να έλθει σε συνουσία μαζί της. Εκείνη τη στιγμή η ενάγουσα κατάφερε να ενεργοποιήσει το κουδούνι του θυροτηλεφώνου της οικίας της, καλώντας σε βοήθεια, οπότε την άκουσε ο πατέρας της, …………., η φωνή του οποίου ήχησε από το θυροτηλέφωνο. Ο εναγόμενος, αντιλαμβανόμενος ότι κάποιος άκουσε τις εκκλήσεις της ενάγουσας για βοήθεια, την άφησε και απομακρύνθηκε, σε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων. Όταν, όμως, ο πατέρας της ενάγουσας κατέβηκε στην είσοδο της οικίας, όπου βρισκόταν η ενάγουσα και τον αντιλήφθηκε ο εναγόμενος, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια και αποχώρησε με το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του από το σημείο προς άγνωστη κατεύθυνση, ώστε να μην υποστεί τις νόμιμες συνέπειες της πράξεώς του, επέστρεψε δε στην υπηρεσία του περί ώρα 06:30 π.μ. της ίδιας ημέρας. Ωστόσο, η ενάγουσα είχε διακρίνει και συγκρατήσει τον αριθμό κυκλοφορίας του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου του εναγομένου, κατήγγειλε δε αυθημερόν το ως άνω συμβάν στο αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, με αποτέλεσμα να συλληφθεί ο εναγόμενος, να κληθεί την ίδια ημέρα η ενάγουσα προς αναγνώρισή του και να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για τα αδικήματα της απόπειρας βιασμού σε βάρος της ενάγουσας, της εγκατάλειψης φυλακής σε ειρηνική περίοδο και της μέθης εν υπηρεσία, σε ειρηνική περίοδο. Δυνάμει δε της με αριθμ. 344/2011 απόφασης του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιά, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους και εκτιμάται ελεύθερα, ως δικαστικό τεκμήριο, ο εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος για το αδίκημα της απόπειρας βιασμού σε βάρος της ενάγουσας (άρθρα 42 παρ. 1 και 336 παρ. 1 Π.Κ., όπως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το Ν. 4619/2019), απορριπτομένων, κατά πλειοψηφία (3 – 2), ως αβασίμων των ισχυρισμών του περί μεταβολής της κατηγορίας στο αδίκημα της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας του άρθρου 337 Π.Κ., με την αιτιολογία ότι αυτός δεν περιορίστηκε σε ασελγείς χειρονομίες και προτάσεις, που αφορούν ασελγείς πράξεις, αλλά χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις, ακινητοποίησε την ενάγουσα, που εξέφρασε την αντίθεσή της στις πράξεις του, θώπευσε τους γλουτούς και τα γεννητικά της όργανα και κορύφωσε τη χρήση σωματικής βίας εναντίον της, τραβώντας το κολάν της, με σκοπό να της το αφαιρέσει και σκίζοντάς το εσώρουχό της για να έλθει σε συνουσία μαζί της, γεγονός, που θα πετύχαινε, αν δεν κατόρθωνε αυτή να χτυπήσει το κουδούνι του θυροτηλεφώνου της οικίας της και δεν γινόταν αντιληπτή από τον πατέρα της και ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, αφού ουδείς άλλος αντιλήφθηκε τις εκκλήσεις της για βοήθεια. Ειδικότερα, με την ως άνω με αριθμ. 344/2011 απόφασης του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιά, ο εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος απόπειρας βιασμού, πράξης, που τελέσθηκε στο ….. Αττικής, την 31/12/2009, και ειδικότερα ένοχος του ότι: «…ενώ ήταν Στρατιωτικός, δηλαδή ……… και υπηρετούσε στη …….., έχοντας αποφασίσει να εξαναγκάσει άλλον με σωματική βία σε συνουσία, επιχείρησε πράξη, που συνιστά τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος του βιασμού, πλην, όμως, η εν λόγω πράξη, που δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του και από εμπόδια εξωτερικά και συγκεκριμένα, περί ώρα 04.55΄ της ανωτέρω ημερομηνίας και επί της οδού …. αριθμ. ….., αφού πλησίασε τη …………., η οποία κατοικεί στην προαναφερόμενη διεύθυνση και της απηύθυνε επανειλημμένα τις φράσεις «άσε με να πιάσω μόνο το μουνί σου και λίγο τον κώλο σου», κάνοντας χρήση των υπέρτερων σωματικών του δυνάμεων, επιχείρησε να έλθει σε εξώγαμη συνουσία με αυτήν, πιάνοντας αρχικά με το ένα χέρι του τα γεννητικά της όργανα και με το άλλο τους γλουτούς της και στη συνέχεια τραβώντας την προς το μέρος από το παντελόνι της (κολάν), σχίζοντας το εσώρουχό της, παρά το γεγονός ότι του εξεδήλωσε φραστικά την αντίθεσή της στις ενέργειές του, τη δε ως άνω πράξη του δεν την ολοκλήρωσε από εμπόδια εξωτερικά και για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του και συγκεκριμένα διότι, στο μεταξύ η ανωτέρω είχε πατήσει το κομβίο του θυροτηλεφώνου της εξωτερικής πόρτας της οικίας της και ακούστηκε από το θυροτηλέφωνο η φωνή του πατέρα της . ….., οπότε την άφησε και απομακρύνθηκε σε απόσταση περί τα τριάντα μέτρα, όταν δε αντελήφθη την παρουσία του ως άνω πατέρα της υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει κάθε προσπάθειά του και επιβιβάσθηκε στο με στοιχεία κυκλοφορίας …………. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του, που ήταν εκεί προσωρινά σταθμευμένο, και εξαφανίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση, ώστε να μη γίνει αντιληπτή η ανωτέρω πράξη του και υποστεί τις νόμιμες συνέπειες…». Επίσης, με την ίδια ως άνω με αριθμ. 344/2011 απόφαση του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιά, κηρύχθηκε ένοχος για το αδίκημα της μέθης εν υπηρεσία σε ειρηνική περίοδο του άρθρου 67 παρ. 1 του ΣΠΚ, καθώς και για το αδίκημα της εγκατάλειψης φυλακής σε ειρηνική περίοδο του αρ. 76 παρ1 ΣΠΚ. Επιβλήθηκαν δε σε αυτόν, απορριπτομένων των ελαφρυντικών του 84 παρ. 2 δ΄ και ε΄ Π.Κ. και δεκτών γενομένων μόνο των ελαφρυντικών του άρ. 84 παρ. 2α του Π.Κ., όπως ίσχυαν οι σχετικές διατάξεις προ του Ν. 4619/2019, α) για την πράξη της απόπειρας βιασμού σε βάρος της ενάγουσας, ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, β) για την πράξη της εγκατάλειψης ποινή φυλακής σε ειρηνική περίοδο, φυλάκιση έξι (6) μηνών και γ) για την πράξη της μέθης εν υπηρεσία, σε ειρηνική περίοδο, ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών, ήτοι συνολικά ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και τεσσάρων (4) μηνών. Επίσης, το Πενταμελές Ναυτοδικείο Πειραιά, με την ως άνω με αριθμ. 344/2011 απόφασή του απεφάνθη περί της μη μετατροπής της ποινής του και χορήγησε μόνο ανασταλτικό αποτέλεσμα στην ασκηθησόμενη έφεση. Κατόπιν ο εναγόμενος άσκησε τη με αριθμ. πρωτ. …../16-6-2011 έφεσή του κατά της ως άνω πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 314/2012 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ερήμην του εναγομένου (τότε κατηγορουμένου), κατά τη δικάσιμο της 18/12/2012, μετ’ αναβολή της 20/09/2012, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η έφεσή του ως ανυποστήρικτη για την πράξη της απόπειρας βιασμού. Ακολούθως, με τη με αριθμ. 14/2014 απόφαση (σε Συμβούλιο) του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε, ως απαραδέκτως ασκηθείσα, η υποβληθείσα αναίρεσή του και με τη με αριθμ. 135/2014 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως συμπλήρωσης και ανάκλησης της ως άνω απόφασής του, κατά τα άρθρα 548 και 145 ΚΠοινΔ, έγινε δεκτή εν μέρει η αίτησή του για μετατροπή της επιβληθείσας σε αυτόν ποινής. Κατατέθηκε δε νέα αίτηση στο Ναυτοδικείο Πειραιά με υπ’ αριθμ. Πρωτοκόλλου …../7-10-14, η οποία εισήχθη στο ακροατήριο με το από 29-415 έγγραφο του Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά, με αίτημα την αναστολή ή αλλιώς μετατροπή της ποινής της πρωτόδικης απόφασης, μόνο για το αίτημα της απόπειρας βιασμού, καθόσον με την υπ’ αριθμ. 314/12 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου είχαν παραγραφεί υφ’ όρον οι δυο συντρέχουσες ποινές δύο (2) και έξι (6) μηνών για την μέθη εν υπηρεσία σε ειρηνική περίοδο και την εγκατάλειψη φυλακής σε ειρηνική περίοδο αντίστοιχα. Δυνάμει δε της με αριθμ. 237/16-6-2015 αποφάσεως του Ναυτοδικείου Πειραιά, μετατράπηκε η περιοριστική της ελευθερίας ποινή του σε χρηματική με αντίστοιχη δοσοποίηση αυτής, η οποία, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών, έχει ήδη αποτιθεί ολοσχερώς. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η εκκαλουμένη έσφαλε, διότι δεν εξέτασε καθόλου τον ισχυρισμό του περί μη σύννομης στερήσεως εκδίκασης της ποινικής του υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό ουσίας, όπως είχε κάθε δικαίωμα τόσο με την Ελληνική Νομοθεσία, όσο και κατά την παρ. 1 του αρθ. 2 του Έβδομ. Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, λόγω απορρίψεως της ασκηθείσας εφέσεώς του ως ανυποστήρικτης, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς, το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο, διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Στην αστική δίκη δε, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν παράγεται δεδικασμένο, κατ’ άρθρο 321 Κ.Πολ.Δικ., από απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται, όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η τυχόν δε απαλλαγή του από την ποινική ευθύνη, όπως επικαλείται, δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως”. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος και αποδίδει στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία, ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 4/2020 ό.π.). Συνεπώς, οι σχετικοί ισχυρισμοί του εναγομένου είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέοι και ως αβάσιμοι. Επομένως, από το σύνολο των ως άνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, προκύπτει ότι συντρέχουν, εν προκειμένω, όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 57 α΄, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ. Ειδικότερα, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά του εναγομένου είναι παράνομη και υπαίτια και πληροί το πραγματικό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 1 και 336 παρ. 1 του Π.Κ., καθώς ο εναγόμενος, χωρίς τη θέληση της ενάγουσας, κάμπτοντας την αντίστασή της με σωματική βία, χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις, πιάνοντας αρχικά με το ένα χέρι του τα γεννητικά της όργανα και με τα άλλο χέρι του γλουτούς της, παρά τις κλήσεις της προς βοήθεια, αποπειράθηκε να έλθει σε συνουσία μαζί της, με σκοπό να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή και επιθυμία του, δεν ολοκλήρωσε, όμως, την πράξη του από εξωτερικά αίτια και για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του. Σημειώνεται ότι στο έγκλημα του βιασμού, για να υπάρχει απόπειρα, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει να μην έχει πραγματωθεί ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και αρκεί να έχει γίνει έναρξη της σωματικής βίας ή της απειλής αμέσου και σπουδαίου κινδύνου, με το σκοπό εξαναγκασμού του προσώπου με συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξεως, η οποία, όμως, δεν πραγματώθηκε από άλλα περιστατικά, τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση, κατά την οποία ο παθών ή η παθούσα αντιστάθηκε σθεναρώς (ΑΠ 1495/2017 ό.π.). Δεν απαιτείται δε για την κατάφαση της άσκησης σωματικής βίας να έχει επέλθει εν τέλει και σωματική βλάβη του παθόντος. Η ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου, εν προκειμένω, στοιχειοθετεί απόπειρα βιασμού, αφού υπήρχε αρχή εκτελέσεως με την έναρξη της σωματικής βίας σε βάρος της ενάγουσας, με τον σκοπό εξαναγκασμού της σε εξώγαμη συνουσία, η οποία δεν ολοκληρώθηκε από εξωτερικά αίτια ανεξάρτητα από την θέληση του εναγομένου και δεν περιορίσθηκε αυτός μόνον σε άσεμνες χειρονομίες, που δεν αποτελούσαν ασελγείς πράξεις, υπό την προαναφερθείσα έννοια και σε προτάσεις μόνο για τέλεση ασελγών πράξεων, ώστε να στοιχειοθετείται, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, η από το άρθρο 337 παρ. 1 του Π.Κ. πλημμεληματική πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας της ενάγουσας, στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της οποίας δεν αποτελεί η άσκηση σωματικής βίας κατά του θύματος, που έλαβε χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση και προσιδιάζει στο έγκλημα του βιασμού (βλ. σχετ. ΑΠ 1329/2015 ό.π., ΑΠ 169/2010 ό.π.). Αποδείχθηκε, κατά τα ανωτέρω, ότι ο εναγόμενος, χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες δυνάμεις του για να εξαναγκάσει την ενάγουσα σε συνουσία, προκειμένου να εκτονώσει τη σεξουαλική ορμή του, επεδίωξε να παραβιάσει, πεισματικά και ταπεινωτικά για την παθούσα, το πεδίο της γενετήσιας ελευθερίας της, προσβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο βάναυσα την αξιοπρέπεια και την εν γένει προσωπικότητά της. Η κατά της ενάγουσας συμπεριφορά του εναγομένου έλαβε χώρα χωρίς να υπάρχει πρόκληση από την παθούσα, δηλαδή, χωρίς να υφίσταται μεταξύ αυτών οιοδήποτε κοινωνική σχέση ή επαφή (βλ. σχετ. ΑΠ 1314/2010 ό.π.). Ενώ δε η ενάγουσα προέβαλε σθεναρή αντίσταση και καλούσε σε βοήθεια, ο εναγόμενος δεν την άφησε να φύγει, με τα χέρια του τράβηξε δε με δύναμη το κολάν, που φορούσε, σχίζοντας και το εσώρουχό της, εκδηλώνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη βούλησή του να την εξαναγκάσει σε εξώγαμη συνουσία, ενώ γνώριζε ότι η ενάγουσα δεν συναινούσε να έλθει σε σαρκική επαφή μαζί του ή να ανεχθεί τέλεση ασελγούς πράξεως. Όταν δε η ενάγουσα ενεργοποίησε το κουδούνι του θυροτηλεφώνου της οικίας της, καλώντας σε βοήθεια, την άκουσε ο πατέρας της, ……….. και η φωνή του ήχησε από το θυροτηλέφωνο. Εκείνη τη στιγμή ο εναγόμενος, αντιλαμβανόμενος ότι κάποιος άκουσε τις εκκλήσεις της ενάγουσας για βοήθεια, προ του κινδύνου, που αυτός διέγνωσε, να υποστεί τις συνέπειες της πράξεώς του, την άφησε και απομακρύνθηκε, σε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων, αλλά όταν πλέον κατέβηκε ο πατέρας της ενάγουσας, εγκατέλειψε κάθε προσπάθειά του, και αποχώρησε από το σημείο, φοβούμενος τον εντοπισμό και τη σύλληψή του (βλ. σχετ. ΑΠ 1329/2015 ό.π.), επέστρεψε δε στην υπηρεσία του περί ώρα 06:30 π.μ. της ίδιας ημέρας. Συνεπώς, υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αρχή εκτελέσεως της πράξεως του βιασμού, η οποία ανακόπηκε και δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του εναγομένου, από την αιφνίδια δηλαδή εμφάνιση και παρεμβολή του πατέρα της παθούσας, γεγονός, που τον ανάγκασε να απομακρυνθεί. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο βιασμός αποσκοπεί στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, όπως εν προκειμένω, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσας, δεν συντρέχει περίπτωση προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του Π.Κ. (βλ. σχετ. ΑΠ 118/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1329/2015 ό.π.). Συνεπώς, ο εναγόμενος τέλεσε την πράξη της απόπειρας βιασμού σε βάρος της ενάγουσας και όχι την αξιόποινη πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αυτής, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του, που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο έφεσης. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, πριν από την τέλεση της ως άνω πράξεώς του, σε βάρος της παθούσας, είχε καταναλώσει ποσότητα περίπου τριών ποτηριών αλκοόλ (ουϊσκι) και είχε λάβει ένα δισκίο του ως άνω αναφερομένου φαρμάκου, χωρίς, όμως, αυτά να επηρεάζουν τη συνείδησή του περί του άδικου χαρακτήρα της πράξης του και την ικανότητά του να αντιληφθεί τον ανήθικο χαρακτήρα αυτής (βλ. σχετ. ΑΠ 1329/2015 Δημ. Νόμος). Ο εναγόμενος, αντιλαμβανόμενος ότι κάποιος άκουσε τις εκκλήσεις της ενάγουσας για βοήθεια, την άφησε και απομακρύνθηκε, σε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων. ΄Οταν αντιλήφθηκε δε τον πατέρα της ενάγουσας στην είσοδο της οικίας, εγκατέλειψε κάθε προσπάθειά του και αποχώρησε από το σημείο, για να αποφύγει την σύλληψή του και τις αυστηρές ποινικές συνέπειες, που επισύρει η πράξη της απόπειρας βιασμού, διακατεχόμενος από την αίσθηση ότι είχε αποπειραθεί να διαπράξει τέτοια πράξη και αντιλαμβανόμενος την απαξία αυτής, επέστρεψε δε στην υπηρεσία του περί ώρα 06:30 π.μ. της ίδιας ημέρας. Συνεπώς, ο εναγόμενος, κατά το χρόνο τέλεσης της ως άνω πράξεως σε βάρος της ενάγουσας, είχε πλήρη συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξεώς του και την ικανότητα να αντιληφθεί τον ανήθικο χαρακτήρα της, η οποία δεν μειώθηκε, λόγω μέθης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσής του, περί «ανέλεγκτης στιγμιαίας παρόρμησης» και ανάκτησης του ελέγχου των μηχανισμών αναστολής, που διαθέτει ως άτομο, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, ότι «….Δυστυχώς, από ανέλεγκτη στιγμιαία παρόρμηση και αδυνατώντας λόγω της μέθης να αντιληφθώ και να ανταποκριθώ στον οφειλόμενο σεβασμό της προσωπικότητας του άλλου, πράγματι προσέγγισα την εφεσίβλητη και προσέβαλα την αξιοπρέπεια της με τις αντίστοιχες φράσεις… πραγματοποίησα την παραπάνω επιπόλαια παρορμητική ενέργειά μου στον ίδιο χρόνο, που η εφεσίβλητη χτυπούσε το κουδούνι της κατοικίας της. Σε δεδομένη στιγμή φαίνεται ότι ανέκτησα τον έλεγχο των μηχανισμών αναστολής που διαθέτω ως άτομο απέναντι στην επίδειξη προσβλητικής συμπεριφοράς προς συνάνθρωπό μου και απομακρύνθηκα από την εφεσίβλητη πηγαίνοντας στο αυτοκίνητο μου, που είχα παρκάρει μόλις λίγα μέτρα παρακάτω…Επιδείκνυα απλώς την ασφαλώς ανεπίτρεπτη συμπεριφορά μεθυσμένου, που είχε απωλέσει τον έλεγχο μηχανισμού αναστολών προς το συγκεκριμένο έννομο αγαθό του σεβασμού της αξιοπρέπειας εκπροσώπου του άλλου φύλου…», δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας και ηθικής, για άτομο, που, κατά το χρόνο τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης, δεν έχει συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξεώς του και ικανότητα να αντιληφθεί τον ανήθικο χαρακτήρα της ή έχει μειωθεί αυτή, λόγω της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Πρέπει, συνεπώς, ν` απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του ικανότητα προς καταλογισμό ή δεν είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, λόγω κατανάλωσης αλκοόλ, άλλως ότι ήταν ελαττωμένη (άρθρα 34 και 36 Π.Κ.) (βλ. σχετ. ΑΠ 246/2012 ό.π.). Επομένως, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος έφεσης. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος με την ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά του, πράγματι προσέβαλε βάναυσα τη γενετήσια ελευθερία και αξιοπρέπεια της ενάγουσας, τελώντας σε βάρος της το αδίκημα της απόπειρας βιασμού, που συνιστά και αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ., προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή του, παρά την εκδήλωση αντίθετης βούλησης από την ενάγουσα, την οποία εξωτερίκευσε ρητώς προς τον εναγόμενο και ο τελευταίος τελούσε σε γνώση της αντίθετης βούλησής της, η τελευταία (ενάγουσα) δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, κατ’ άρθρο 932 Α.Κ., καθώς η ως άνω πράξη του, υπό τις ως άνω συνθήκες, που τελέστηκε, και δη έξωθεν της θύρας της οικίας της, που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, συνδέεται έκτοτε στη μνήμη της με την ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου σε βάρος της, καθιστά εμφανές το ψυχικό τραύμα, που προκαλεί σε μία νέα γυναίκα ως προς το άλλο φύλο, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη της προς αυτό. Παρουσίασε δε καταθλιπτική συμπτωματολογία και μετατραυματικό στρές, αγχώδεις εκδηλώσεις, κρίσεις πανικού, είχε αϋπνίες, ανησυχία και νευρικότητα. Για το λόγο αυτό παρακολούθησε συνεδρίες ψυχοθεραπείας στο Δρομοκαϊτειο μέχρι το έτος 2012, ενώ η επανειλημμένη αναβίωση των ανωτέρω γεγονότων, κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας και διαδικασίας στο ακροατήριο, οι οποίες έλαβαν χώρα μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση, προκαλούσαν σε αυτήν δυσφορία και μετατραυματικό στρές. Μέχρι το έτος 2015 πραγματοποιούσε, επίσης, εβδομαδιαίες συνεδρίες ψυχοθεραπείας με Ψυχολόγο, ενώ από το έτος 2016 την παρακολουθεί ο Νευρολόγος- Ψυχίατρος, ο οποίος της χορηγεί και αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή (Epilyd, Lamotrix). Συνεπώς, υφίσταται, κατά τα ανωτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ηθικής βλάβης, που υπέστη η ενάγουσα και της προπεριγραφείσας, προσβλητικής για την προσωπικότητά της, συμπεριφοράς του εναγομένου σε βάρος της, απορριπτομένου ως αβασίμου των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη ότι η ως άνω πράξη του εναγομένου, η οποία ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα, αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και υποκειμενικώς κατευθύνεται στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, συνιστά δε κατάφωρη παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του ατόμου, ως ειδικότερης έκφανσης του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρ. 5 Συντ.), στο οποίο περιλαμβάνεται ως προστατευόμενη επιμέρους εκδήλωση της προσωπικότητας η σεξουαλική ελευθερία, δηλαδή το δικαίωμα του προσώπου να αναπτύσσει σεξουαλική δραστηριότητα, σε χρόνο, τόπο, τρόπο και πρόσωπο, με το οποίο το ίδιο επιθυμεί, σε συνδυασμό, ιδίως, με: α) τις ως άνω συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε το ως άνω αδίκημα από τον εναγόμενο σε βάρος της ενάγουσας, β) το βαθμό του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος – υποχρέου (εναγομένου), που συνιστά και ποινικό αδίκημα (άρθρα 42 παρ. 1 και 336 παρ. 1 Π.Κ.), γ) την έλλειψη οποιασδήποτε υπαιτιότητας της ενάγουσας και το γεγονός ότι η κατ’ αυτής συμπεριφορά του εναγομένου έλαβε χώρα χωρίς να υπάρχει ουδεμία πρόκληση από την παθούσα, δηλαδή χωρίς να υφίσταται μεταξύ αυτών οιοδήποτε κοινωνική σχέση ή επαφή, δ) την ηλικία της ενάγουσας (25 ετών, κατά το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας), την ιδιότητά της, κατά το χρόνο εκείνο, ως φοιτήτρια Γυμναστικής Ακαδημίας, την οικογενειακή της κατάσταση (άγαμη), ε) το μέγεθος της προσβολής της προσωπικότητάς της και δη την ψυχική και σωματική της ταλαιπωρία ενάγουσας και τις επιπτώσεις της πράξεώς του στην κοινωνική της ζωή, στ) την ηλικία του εναγομένου, ο οποίος έχει γεννηθεί το έτος 1972 και την έλλειψη ηθικών του φραγμών, ακόμη και στις συνεχείς εκκλήσεις της ενάγουσας για βοήθεια, παρά την ιδιότητά του και την τέλεση του ως άνω αδικήματος, κατά το χρόνο της υπηρεσίας του, ενώ όφειλε να εκτελεί τα καθήκοντά του ως ………. στη ………, είχε δε την ώρα εκείνη υπηρεσία βοηθού Αξιωματικού Φυλακής (Α.Φ), έχοντας καθήκοντα εφοδίας από ώρα 02:00 της 31/12/2009 μέχρι ώρα 06:30, ζ) την οικογενειακή κατάσταση του τελευταίου, καθώς είναι έγγαμος και έχει ένα (1) ανήλικο τέκνο, ηλικίας δώδεκα (12) ετών και η) την ως άνω κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων (εκ των οποίων η ενάγουσα είναι απόφοιτος της Γυμναστικής Ακαδημίας Αθηνών και απασχολείται ως Καθηγήτρια Γυμναστικής Αγωγής ενώ ο εναγόμενος είναι ……..) και το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αποσκοπεί στην άρση των ηθικών συνεπειών της γενόμενης προσβολής σε βάρος του αδικηθέντος και στην απάλυνση του ψυχικού του πόνου, σε καμία δε περίπτωση δεν πρέπει να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, κρίνει ότι το εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 55 ευρώ, το οποίο επιδικάστηκε σε αυτήν, ως πολιτικώς ενάγουσα, για τη χρηματική της ικανοποίηση, λόγω της ηθικής της βλάβης, από το ως άνω ποινικό Δικαστήριο, μ’ επιφύλαξη προς αναζήτηση του υπολοίπου ποσού ενώπιον του πολιτικών δικαστηρίων). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε το ίδιο ως άνω ποσό, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειάς του, αφού το επιδικασθέν ποσό δεν αφίσταται -κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση- από το επιδικαζόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσό. Σημειώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η εξειδικευμένη αιτιολόγηση της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων (ΑΠ 609/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 914/2011). Επομένως, ο υποστηρίζων τ’ αντίθετα τέταρτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην πληττομένη απόφαση η αιτίαση ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών του ουσιαστικού δικαίου, επιδίκασε στην ενάγουσα, ως εύλογη χρηματική της ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη, συνεπεία της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου σε βάρος της, που συνιστά και ποινικό αδίκημα, το προαναφερόμενο ποσό, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, καθώς η εκκαλουμένη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τέλος, με το άρθρο 281 του Α.Κ. ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση, που δημιουργήθηκε, ή από τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν, ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και, μάλιστα, ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων, που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που τίθενται με την παραπάνω διάταξη Α.Κ. 281. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης, προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς, απλώς, επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 6/2016, Ολ ΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 16/2006, ΑΠ 28/2017, ΑΠ 612/2012, ΑΠ 1568/2008, ΕφΛαμ 3/2021 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 604/2018, ΕφΛαμ 42/2017, ΕφΠειρ 184/2016, ΕφΑθ 2120/2014, ΕφΛαμ 20/2013, ΕφΘεσ 1047/2011, δημ. Νόμος). Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση, εσφαλμένα και εντελώς αναιτιολόγητα, κατά παράβαση του άρθρου 281 Α.Κ. απέρριψε τη νομίμως και εμπροθέσμως προβληθείσα με τις από 9-5-2018 προτάσεις και με δήλωσή του ενώπιον του ακροατήριου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της αγωγής της εφεσίβλητης στα όρια της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 937 ΑΚ και σε χρόνο, που είχε δημιουργηθεί σε αυτόν η πεποίθηση, ότι δεν θα το ασκήσει. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 του Α.Κ. καταλυτική της αγωγής ένσταση, καθώς, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, τις οποίες, εν προκειμένω, δεν επικαλείται ο εκκαλών, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που τίθενται με την παραπάνω διάταξη Α.Κ. 281. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος έφεσης. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και έκανε δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την υπό κρίση από 08/12/2014 αγωγή, η οποία είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, στις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. α’, 59, 299, 340, 346, 914, 932 ΑΚ, 42 παρ. 1 και 336 παρ. 1 Π.Κ. και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και συνεκτιμώντας και αξιολογώντας επιμελώς όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδεικτικά μέσα, ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει μετά τη συμπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι κατά της εκκαλουμένης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 10/07/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 έφεση, κατά της με αριθμ. 241/24-01-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να επιβληθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 10/07/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 έφεση, κατά της με αριθμ. 241/24-01-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της ως άνω έφεσης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος το σύνολο της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στις 23/07/2021, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ